poorly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

poorly (en)

  • άσχημα
    I feel poorly that I spoke to him that way.
    Νιώθω άσχημα που του μίλησα έτσι.