porphyrogénète
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
porphyrogénète | porphyrogénètes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
porphyrogénète (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
porphyrogénète | porphyrogénètes |
porphyrogénète (fr) αρσενικό ή θηλυκό