portress

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
portress < θηλυκό του porter

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

portress (en)