poupon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Από το poupée.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

poupon (fr) αρσενικό

  1. κουκλάκι
  2. μωρό, βρέφος