βρέφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρέφος | τα | βρέφη |
γενική | του | βρέφους | των | βρεφών |
αιτιατική | το | βρέφος | τα | βρέφη |
κλητική | βρέφος | βρέφη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρέφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βρέφος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvɾe.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρέ‐φος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρέφος ουδέτερο
- το πολύ μικρό παιδί στους πρώτους μήνες της ζωής του
- ↪ Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν και ένα βρέφος τριών μηνών.
- (αργκό) που είναι πολύ νεαρός, ανώριμος
[επεξεργασία]
και
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βρέφος | τὰ | βρέφη & βρέφεᾰ |
γενική | τοῦ | βρέφους & βρέφεος |
τῶν | βρεφῶν & βρεφέων |
δοτική | τῷ | βρέφει & βρέφεῐ̈ |
τοῖς | βρέφεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | βρέφος | τὰ | βρέφη & βρέφεα |
κλητική ὦ! | βρέφος | βρέφη & βρέφεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρέφει & βρέφεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βρεφοῖν & βρεφέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρέφος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷrebʰ- [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρέφος ουδέτερο
- έμβρυο
- βρέφος, νεογέννητο μωρό ή ζώο
- ※ 3ος αιώνας πκε ⌘ Θεόκριτος Εἰδύλλια, Ἡρακλίσκος 24.7 (7-9). Μετάφραση (1911): Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
- «εὕδετ᾽, ἐμὰ βρέφεα, γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον ὕπνον·
εὕδετ᾽, ἐμὰ ψυχά, δύ᾽ ἀδελφεοί, εὔσοα τέκνα·
ὄλβιοι εὐνάζοισθε καὶ ὄλβιοι ἀῶ ἵκοισθε.»- (Κι είπε, τα κεφαλάκια των χαϊδεύοντας η Αλκμήνη:)
- «Ύπνο γλυκό κι ύπνο αλαφρό, παιδιά μου κοιμηθείτε,
κλείσετε τα ματάκια σας, ευτυχισμένα αδέρφια·
καλότυχο το πλάγιασμα και το ξημερωμά σας».
[επεξεργασία]
και
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- «βρέφος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «βρέφος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)