powietrze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɔˈvʲjɛṭʃɛ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

powietrze (pl) ουδέτερο

  1. ο αέρας με τις έννοιες:
    το σύνολο των αερίων που αναπνέουμε
    ο χώρος πάνω από το έδαφος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]