Μετάβαση στο περιεχόμενο

préalable

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

préalable (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
préalable préalables

préalable (fr) αρσενικό