prasa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prasa (pl) θηλυκό

  1. ο τύπος (τα έντυπα μέσα ενημέρωσης)
  2. η πρέσα