Μετάβαση στο περιεχόμενο

predictable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
predictable < predict + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]

predictable (en)

his move was so predictable - η κίνησή του ήταν τόσο προβλέψιμη
in the predictable future - στο προβλεπτό μέλλον