predictable
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]predictable (en)
- his move was so predictable - η κίνησή του ήταν τόσο προβλέψιμη
- in the predictable future - στο προβλεπτό μέλλον