προβλέψιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προβλέψιμος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prévisible
Επίθετο
[επεξεργασία]προβλέψιμος, -η, -ο
- που μπορεί κάποιος να προβλέψει, να μαντέψει ότι θα γίνει
- μερικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι προβλέψιμες
- χωρίς αύξηση της τιμής στο προβλέψιμο μέλλον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προβλέψιμος