preni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
preni < pren- + -i
ρήμα preni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας prenas prenanta prenata
αόριστος prenis preninta prenita
μέλλοντας prenos prenonta prenota
υποθετική prenus - -
προστακτική prenu - -

preni (eo)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

preni (io)