Μετάβαση στο περιεχόμενο

preside

Από Βικιλεξικό

preside (en)

  1. προεδρεύω
  2. ελέγχω, ασκώ έλεγχο, δίνω την κατεύθυνση
  3. (μουσική) είμαι αναγνωρισμένος σολίστας