previously

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

previously < previous + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

previously (en) (χωρίς παραθετικά)

  • προηγουμένως, για κάτι που προηγήθηκε χρονικά, έγινε στο κοντινό παρελθόν
    I didn’t hear what you said previously.
    Δεν άκουσα τι είπες προηγουμένως.

Πηγές[επεξεργασία]