previously
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]previously (en) (χωρίς παραθετικά)
- προηγουμένως, για κάτι που προηγήθηκε χρονικά, έγινε στο κοντινό παρελθόν
- ⮡ I didn’t hear what you said previously.
- Δεν άκουσα τι είπες προηγουμένως.
- ⮡ I didn’t hear what you said previously.