Μετάβαση στο περιεχόμενο

principale

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
principale principales

principale (fr) θηλυκό

  1. γυμνασιάρχισσα

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
principale principales

principale (fr) θηλυκό

  1. θηλυκό του principal