privativement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- privativement < privatif
Επίρρημα[επεξεργασία]
privativement (fr)
- αποκλειστικά, που αποκλείει κάτι ή κάποιον άλλο
privativement (fr)