Μετάβαση στο περιεχόμενο

processo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

processo (pt) < λατινικό procedere

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

processo (pt) αρσενικό

  1. η διαδικασία, ο τρόπος δράσης
  2. δικαστική ενέργεια
  3. στην πληροφορική, διαδικασία προγραμματισμού ως σύνολο