processo
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]processo (pt) αρσενικό
- η διαδικασία, ο τρόπος δράσης
- δικαστική ενέργεια
- στην πληροφορική, διαδικασία προγραμματισμού ως σύνολο