processo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
processo (pt) < λατινικό procedere
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
processo (pt) αρσενικό
- η διαδικασία, ο τρόπος δράσης
- δικαστική ενέργεια
- στην πληροφορική, διαδικασία προγραμματισμού ως σύνολο