prolégomène
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prolégomène | prolégomènes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prolégomène (fr) αρσενικό
- το προλεγόμενο (χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό)