propagule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

propagule (en)

  1. (βοτανική) υπερώνυμο των: bud (οφθαλμός), gemma (γέμμα, μικρό κλωνοστέλεχος, αποσπώμενος αναπαραγωγικός οφθαλμός), seed (σπόρος), spore (σπόριο)
  2. συνήθης χρήση, συγκεκριμένα: αποσπώμενη φυτική πολλαπλασιαστική µονάδα (διαφέρει ανά φυτό, δύναται ένα φυτό να έχει πολλούς τύπους κλωνοστοιχείων)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • propagule στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια