κλωνοστοιχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλωνοστοιχείο < κλωνο- + αρχαία ελληνική στοιχεῖον
- συγκερασμός των κλώνος και δομοστοιχείο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλωνοστοιχείο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- το κλωνίο (el) ουδέτερο (φυσικό ή τεχνητό)
- το κλωνοστέλεχος (el) ουδέτερο (φυσικό ή τεχνητό)
- η κλωνομονάδα (el) θηλυκό (φυσική ή τεχνητή)