proposição

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

proposição (pt) <

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

proposição (pt) θηλυκό

  1. η πρόταση
  2. το θεώρημα, το αξίωμα