Μετάβαση στο περιεχόμενο

proprietor

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
proprietor proprietors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

proprietor (en) (επίσημο)

  • ο ιδιοκτήτηςιδιοκτήτρια
      He became the sole proprietor of the business by buying out his partner's share.
    Έγινε μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης εξαγοράζοντας το μερίδιο του συνεταίρου του.