proruo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

proruo <

Ρήμα[επεξεργασία]

proruo (la)

  1. εξάγω
  2. καταστρέφω, καταρρίπτω, σχίζω, κατακρημνίζω
  3. πέφτω πάνω στον εχθρό