prospérité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prospérité | prospérités |
prospérité (fr) θηλυκό
- η ευημερία
ενικός | πληθυντικός |
prospérité | prospérités |
prospérité (fr) θηλυκό