Μετάβαση στο περιεχόμενο

prospérité

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prospérité prospérités

prospérité (fr) θηλυκό