psi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: PSI

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

psi (pl) ουδέτερο

  • το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: ψι

Επίθετο

[επεξεργασία]

psi (pl)

  • που ανήκει, αφορά ή αναφέρεται σε σκύλο, σκυλίσιος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]