psychophysiologie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
psychophysiologie | psychophysiologies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]psychophysiologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychophysiologie | psychophysiologies |
psychophysiologie (fr) θηλυκό