puŝiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα puŝiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | puŝiĝas | puŝiĝanta | puŝiĝata |
αόριστος | puŝiĝis | puŝiĝinta | puŝiĝita |
μέλλοντας | puŝiĝos | puŝiĝonta | puŝiĝota |
υποθετική | puŝiĝus | - | - |
προστακτική | puŝiĝu | - | - |
puŝiĝi (eo)