puŝiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

puŝiĝi < puŝ- + iĝi

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα puŝiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας puŝiĝas puŝiĝanta puŝiĝata
αόριστος puŝiĝis puŝiĝinta puŝiĝita
μέλλοντας puŝiĝos puŝiĝonta puŝiĝota
υποθετική puŝiĝus - -
προστακτική puŝiĝu - -

puŝiĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

pusxigxi, pushighi, pus'ig'i