pyroélectricité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pyroélectricité pyroélectricités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pyroélectricité (fr) θηλυκό