quantia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
quantia quantias

quantia (pt) θηλυκό

  • λέγεται για ένα μεγάλο ποσό