quantia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
quantia | quantias |
quantia (pt) θηλυκό
- λέγεται για ένα μεγάλο ποσό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
quantia | quantias |
quantia (pt) θηλυκό