quaternaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| quaternaire | quaternaires |
quaternaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αποτελείται από τέσσερα στοιχεία
- πολλαπλάσιο του 4
- τεταρτογενής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| quaternaire | quaternaires |
quaternaire (fr) αρσενικό
- (γεωλογία) η τεταρτογενής περίοδος