quidam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]quidam (fr)
- ένα άτομο, ένας τύπος
- mais l’heure où ces deux chiens auraient remué leurs mâchoires sur un quidam, eût été terrible ! — (Honoré de Balzac, Modeste Mignon, 1844)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]quidam (la)