quincaillière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
quincaillière | quincaillières |
quincaillière (fr)
- θηλυκό του quincaillier
ενικός | πληθυντικός |
quincaillière | quincaillières |
quincaillière (fr)