Μετάβαση στο περιεχόμενο

réconciliation

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: reconciliation
      ενικός         πληθυντικός  
réconciliation réconciliations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réconciliation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]