réescompte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
réescompte | réescomptes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
réescompte (fr) αρσενικό
- η εκ νέου προεξόφληση
ενικός | πληθυντικός |
réescompte | réescomptes |
réescompte (fr) αρσενικό