réexportation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
réexportation réexportations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réexportation (fr) θηλυκό