rétine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rétine rétines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rétine (fr) θηλυκό