réveiller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]réveiller (fr)
- (μεταβατικό) ξυπνώ κάποιον
- réveille-moi à sept heures - ξύπνα με στις εφτά
- (pronominal: αντωνυμικό) ξυπνώ
- je me suis réveillé à sept heures - ξύπνησα στις εφτά