radiesthésie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
radiesthésie radiesthésies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

radiesthésie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη rai