raffinerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
raffinerie | raffineries |
raffinerie (fr) θηλυκό
- το διυλιστήριο
ενικός | πληθυντικός |
raffinerie | raffineries |
raffinerie (fr) θηλυκό