Μετάβαση στο περιεχόμενο

rapids

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rapids (en), πληθυντικός
ταχυρροές (όχι δίνες)

  • ισχυρό ρεύμα σε ποταμό, συνήθως λόγω τοπογραφικών απότομων μεταβάσεων στον πυθμένα (το φαινόμενο ενισχύεται και από βράχους που συμπιέζουν την ροή)