recalé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | recalé | recalés |
θηλυκό | recalée | recalées |
Επίθετο[επεξεργασία]
recalé (fr)
- που έχει κοπεί ή απορριφθεί (σε εξετάσεις)