recorde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
recorde | recordes |
recorde (pt) αρσενικό
- το ρεκόρ
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
recorde | recordes |
recorde (pt) αρσενικό