religiosité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- religiosité < λατινική religiosus < γαλλική religieux
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁ(ə).li.ʒjo.zi.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
religiosité (fr) θηλυκό