reproductible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reproductible | reproductibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
reproductible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να αναπαραχθεί, να αντιγραφεί