Μετάβαση στο περιεχόμενο

resignation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
resignation resignations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
resignation < resign + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

resignation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παραίτηση, η οικειοθελής αποχώρηση από μια θέση εργασίας ή ένα αξίωμα
      I heard of his resignation from the radio.
    Έμαθα για την παραίτηση του από το ραδιόφωνο.
  2. η παραίτηση, η πράξη της παραίτησης, η έγγραφη ή προφορική δήλωση που κάνει κάποιος γι΄ αυτό το σκοπό
      He sent him his resignation.
    Του έστειλε την παραίτησή του.
      She submitted her resignation.
    Υπέβαλε την παραίτησή της.
  3. (μη μετρήσιμο) η εγκαρτέρηση, παθητική αποδοχή δυσάρεστης κατάστασης
      He accepted his fate with resignation.
    Δέχτηκε με εγκαρτέρηση τη μοίρα του.