respective
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]respective (en) (χωρίς παραθετικά)
- αντίστοιχος, που ανήκουν ή σχετίζονται χωριστά με καθένα από τα άτομα ή τα πράγματα που έχουν ήδη αναφερθεί
- ↪ according to our respective abilities - σύμφωνα με τις αντίστοιχες ικανότητές μας
Πηγές
[επεξεργασία]- respective - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 81. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντίστοιχος