respective

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
respective < respect + -ive

Επίθετο

[επεξεργασία]

respective (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αντίστοιχος, που ανήκουν ή σχετίζονται χωριστά με καθένα από τα άτομα ή τα πράγματα που έχουν ήδη αναφερθεί
    according to our respective abilities - σύμφωνα με τις αντίστοιχες ικανότητές μας