Μετάβαση στο περιεχόμενο

responsive

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹɪˈspɒnsɪv/

Επίθετο

[επεξεργασία]

responsive (en)

  1. αποκριτικός [1]
  2. (πληροφορική, GUI) η γραφική διεπαφή χρήστη όπου τα γραφικά στοιχεία επικοινωνίας με τον χρήστη προσαρμόζονται στις διαστάσεις του γραφικού περιβάλλοντος (οθόνη, κινητό, κλπ.)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. από αναζήτηση «responsive» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.