revigliĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα revigliĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | revigliĝas | revigliĝanta | revigliĝata |
αόριστος | revigliĝis | revigliĝinta | revigliĝita |
μέλλοντας | revigliĝos | revigliĝonta | revigliĝota |
υποθετική | revigliĝus | - | - |
προστακτική | revigliĝu | - | - |
revigliĝi (eo)