revigliĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

revigliĝi < re- + vigliĝi

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα revigliĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας revigliĝas revigliĝanta revigliĝata
αόριστος revigliĝis revigliĝinta revigliĝita
μέλλοντας revigliĝos revigliĝonta revigliĝota
υποθετική revigliĝus - -
προστακτική revigliĝu - -

revigliĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

revigligxi, reviglighi, reviglig'i