Μετάβαση στο περιεχόμενο

revolutionary

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός revolutionary
συγκριτικός more revolutionary
υπερθετικός most revolutionary

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
revolutionary < revolution + -ary

Επίθετο

[επεξεργασία]

revolutionary (en)

  1. επαναστατικός, που συνδέεται με την πολιτική επανάσταση
      He had adopted the revolutionary ideas of his time.
    Είχε ενστερνιστεί τις επαναστατικές ιδέες της εποχής του.
  2. επαναστατικός, που έχει ως συνέπεια μια μεγάλη ή πλήρη αλλαγή
      The effects of technological development are revolutionary.
    Τα αποτελέσματα της τεχνολογικής ανάπτυξης είναι επαναστατικά.