revolutionary
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | revolutionary |
συγκριτικός | more revolutionary |
υπερθετικός | most revolutionary |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- revolutionary < revolution + -ary
Επίθετο
[επεξεργασία]revolutionary (en)
- επαναστατικός, που συνδέεται με την πολιτική επανάσταση
- ⮡ He had adopted the revolutionary ideas of his time.
- Είχε ενστερνιστεί τις επαναστατικές ιδέες της εποχής του.
- ⮡ He had adopted the revolutionary ideas of his time.
- επαναστατικός, που έχει ως συνέπεια μια μεγάλη ή πλήρη αλλαγή
- ⮡ The effects of technological development are revolutionary.
- Τα αποτελέσματα της τεχνολογικής ανάπτυξης είναι επαναστατικά.
- ⮡ The effects of technological development are revolutionary.