reward
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
reward | rewards |
reward (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανταμοιβή, η επιβράβευση, η αμοιβή, ένα πράγμα που μου δίνεται γιατί έχω κάνει κάτι καλό, έχω δουλέψει σκληρά κτλ.
- ⮡ What was the reward for my kindness?
- Ποια ήταν η ανταμοιβή για την καλοσύνη μου;
- ⮡ a fair reward - δίκαιη αμοιβή
- ⮡ What was the reward for my kindness?
- η αμοιβή, ένα χρηματικό ποσό που προσφέρεται σε κάποιον για να βοηθήσει την αστυνομία να βρει έναν εγκληματία ή για να βρει κάτι που έχει χαθεί
- ⮡ I'm offering a reward of 1,000 euros for the bike I lost.
- Προσφέρω 1.000 ευρώ αμοιβή για το ποδήλατο που έχασα.
- ⮡ I'm offering a reward of 1,000 euros for the bike I lost.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | reward |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rewards |
αόριστος | rewarded |
παθητική μετοχή | rewarded |
ενεργητική μετοχή | rewarding |
reward (en) (μεταβατικό)
- ανταμείβω, επιβραβεύω, δίνω κάτι σε κάποιον επειδή έχει κάνει κάτι καλό, έχει δουλέψει σκληρά κτλ.
- ⮡ May God reward you for your kindness.
- Ο Θεός να σε ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου.
- ⮡ I hope to be rewarded for my efforts./I hope I am rewarded for my efforts.
- Ελπίζω να ανταμειφτώ για τους κόπους μου.
- ⮡ His courage was rewarded.
- Επιβραβεύτηκε το θάρρος του.
- ⮡ If we do this, we are rewarding laziness.
- Αν κάνουμε αυτό επιβραβεύουμε την τεμπελιά.
- ⮡ May God reward you for your kindness.