Μετάβαση στο περιεχόμενο

reward

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
reward rewards

reward (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανταμοιβή, η επιβράβευση, η αμοιβή, ένα πράγμα που μου δίνεται γιατί έχω κάνει κάτι καλό, έχω δουλέψει σκληρά κτλ.
      What was the reward for my kindness?
    Ποια ήταν η ανταμοιβή για την καλοσύνη μου;
      a fair reward - δίκαιη αμοιβή
  2. η αμοιβή, ένα χρηματικό ποσό που προσφέρεται σε κάποιον για να βοηθήσει την αστυνομία να βρει έναν εγκληματία ή για να βρει κάτι που έχει χαθεί
      I'm offering a reward of 1,000 euros for the bike I lost.
    Προσφέρω 1.000 ευρώ αμοιβή για το ποδήλατο που έχασα.
ενεστώτας reward
γ΄ ενικό ενεστώτα rewards
αόριστος rewarded
παθητική μετοχή rewarded
ενεργητική μετοχή rewarding

reward (en) (μεταβατικό)

  • ανταμείβω, επιβραβεύω, δίνω κάτι σε κάποιον επειδή έχει κάνει κάτι καλό, έχει δουλέψει σκληρά κτλ.
      May God reward you for your kindness.
    Ο Θεός να σε ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου.
      I hope to be rewarded for my efforts./I hope I am rewarded for my efforts.
    Ελπίζω να ανταμειφτώ για τους κόπους μου.
      His courage was rewarded.
    Επιβραβεύτηκε το θάρρος του.
      If we do this, we are rewarding laziness.
    Αν κάνουμε αυτό επιβραβεύουμε την τεμπελιά.