ανταμείβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανταμείβω < μεσαιωνική ελληνική ἀνταμείβω < αρχαία ελληνική ἀνταμείβομαι < ἀμείβω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανταμείβω (παθητική φωνή: ανταμείβομαι)

  1. αμείβω κάποιον σε ανταπόδοση κάποιας προσφοράς του ή υπηρεσίας του
  2. ανταποδίδω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]